Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάσταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάστασ|η <-εις> [kaˈtastasi] SUBST θηλ

1. κατάσταση (στην οποία βρίσκεται κάτι):

κατάσταση
Zustand αρσ
δεν είναι κατάσταση αυτή!
τι κατάσταση είναι αυτή!
είμαι σε κατάσταση να κάνω κάτι
η κατάσταση των πραγμάτων
der Stand αρσ der Dinge
η κατάσταση της υγείας του
αρχική κατάσταση
Kontostand αρσ
οικογενειακή κατάσταση
Familienstand αρσ
κατάσταση (έκτακτης) ανάγκης
Notstand αρσ
κατάσταση πολιορκίας
κατάσταση της ύλης
αέρας αρσ σε υγρή κατάσταση
flüssige Luft θηλ

2. κατάσταση (θέση, το πώς έχουν τα πράγματα):

κατάσταση
Lage θηλ
η διεθνής κατάσταση
οικονομική κατάσταση (κατάσταση της οικονομίας)
οικονομική κατάσταση (κατάσταση της οικονομίας)
Konjunktur θηλ
οικονομική κατάσταση (προσωπική χρηματική κατάσταση)
finanzielle Lage θηλ
γενική κατάσταση της οικονομίας ΟΙΚΟΝ
περιουσιακή κατάσταση

3. κατάσταση (μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο):

κατάσταση
Status αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κατάσταση

κατάσταση θηλ λογαριασμού
Kontostand αρσ
κατάσταση θηλ πολιορκίας
κατάσταση θηλ έκστασης
αρχική κατάσταση
Kontostand αρσ
οικογενειακή κατάσταση
νομική κατάσταση
Rechtslage θηλ
μακροσκοπική κατάσταση
οικονομική κατάσταση (κατάσταση της οικονομίας)
μετασταθής κατάσταση
κατάσταση πολιορκίας
περιουσιακή κατάσταση
σχετικιστική κατάσταση
εισοδηματική κατάσταση
κατάσταση άμυνας
Notwehr θηλ
καιρική κατάσταση
Wetterlage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский