Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα [ή κλήθηκα], -εσμένος> [kaˈlɔ] VERB μεταβ

1. καλώ (προσκαλώ: σε γλέντι):

καλώ

2. καλώ ΝΟΜ:

3. καλώ (φωνάζω):

καλώ
καλώ σε βοήθεια

4. καλώ ΤΗΛ:

καλώ το 635315

5. καλώ (διατάζω):

καλώ

6. καλώ (ονοματίζω):

καλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский