Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κακά [kaˈka] SUBST ουδ πλ

1. κακά χυδ:

κακά
Kacke θηλ ενικ

2. κακά (στη γλώσσα παιδιών):

κακά
Aa ουδ ενικ
κάνω κακά

II . κακά [kaˈka] ΕΠΊΡΡ (όχι καλά)

κακά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский