Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιάτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιάτο [ˈpçatɔ] SUBST ουδ

2. πιάτο (μέρος γεύματος):

πιάτο
Gang αρσ
κύριο πιάτο
Hauptgang αρσ
κύριο πιάτο
Hauptgericht ουδ

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский