Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάθισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάθισμα [ˈkaθizma] SUBST ουδ

1. κάθισμα (σε όχημα, θέατρο):

κάθισμα
Sitz αρσ
δερμάτινο κάθισμα
Ledersitz αρσ
Schleudersitz αρσ
παιδικό κάθισμα
Kindersitz αρσ
κάθισμα τουαλέτας
WC-Sitz αρσ
κάθισμα του κυβερνήτη ΑΕΡΟ
Kapitänssitz αρσ
κάθισμα του συγκυβερνήτη ΑΕΡΟ
Kopilotensitz αρσ

2. κάθισμα (το να κάθεται κανείς):

κάθισμα
Sitzen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κάθισμα

δερμάτινο κάθισμα
Ledersitz αρσ
παιδικό κάθισμα
Kindersitz αρσ
κάθισμα τουαλέτας
WC-Sitz αρσ
κάθισμα ουδ του κυβερνήτη
κάθισμα του κυβερνήτη ΑΕΡΟ
κάθισμα του συγκυβερνήτη ΑΕΡΟ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский