Γερμανικά » Ελληνικά

II . sehen <sieht, sah, gesehen> [ˈzeːən] VERB αμετάβ

III . sehen <sieht, sah, gesehen> [ˈzeːən] VERB αυτοπ ρήμα sich sehen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"sehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский