Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νιώθω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . νιώ|θω <-σα> [ˈɲɔθɔ] VERB μεταβ

1. νιώθω (το κρύο, τον κίνδυνο):

νιώθω

2. νιώθω (συναίσθημα: οίκτο κτλ):

νιώθω

3. νιώθω (αντιλαμβάνομαι):

νιώθω

4. νιώθω (συναισθάνομαι):

II . νιώ|θω <-σα> [ˈɲɔθɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский