Ελληνικά » Γερμανικά

πολύ <περισσότερο [ή πιο πολύ], πάρα πολύ> [pɔˈli] ΕΠΊΡΡ

3. πολύ (χρονικά):

πολύ
για πολύ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский