στο λεξικό PONS
sab·bati·cal ˈyear ΟΥΣ
1. sabbatical year ΘΡΗΣΚ:
-
- Ruhejahr ουδ
2. sabbatical year ΠΑΝΕΠ:
I. sab·bati·cal [səˈbætɪkəl, αμερικ -bæt̬-] ΟΥΣ ΠΑΝΕΠ
II. sab·bati·cal [səˈbætɪkəl, αμερικ -bæt̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. sabbatical ΘΡΗΣΚ:
2. sabbatical ΠΑΝΕΠ:
year [jɪəʳ, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year (age, time of life):
3. year οικ (indefinite time):
4. year:
5. year (season):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- R²
- s
- s'more
- SA
- Saarland
- sabbatical year
- saber
- sabermetrics
- saber saw
- Sabin vaccine
- sable