I. sab·bati·cal [səˈbætɪkəl, αμερικ -bæt̬-] ΟΥΣ ΠΑΝΕΠ
- sabbatical
-
- sabbatical
-
- sabbatical
-
II. sab·bati·cal [səˈbætɪkəl, αμερικ -bæt̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. sabbatical ΘΡΗΣΚ:
- sabbatical
-
2. sabbatical ΠΑΝΕΠ:
- sabbatical term
- Freisemester ουδ
- sabbatical term
-
sab·bati·cal ˈleave ΟΥΣ no pl ΠΑΝΕΠ
sab·bati·cal ˈyear ΟΥΣ
1. sabbatical year ΘΡΗΣΚ:
- sabbatical year
-
2. sabbatical year ΠΑΝΕΠ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.