στο λεξικό PONS
I. ide·al [ideˈa:l] ΕΠΊΘ
Ide·al <-s, -e> [ideˈa:l] ΟΥΣ ουδ
1. Ideal (erstrebenswerte Idee):
To·tal <-s, -e> [toˈta:l] ΟΥΣ ουδ
Total ΟΙΚΟΝ CH:
fa·tal [faˈta:l] ΕΠΊΘ τυπικ
1. fatal (verhängnisvoll):
vital ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Talon ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Share Deal ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Artischocken mit Tartarensauce ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Hasenrücken mit Wacholdersauce ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Kraftbrühe mit Markklößchen ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kraftbrühe mit Reiseinlage ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
ALG ΟΥΣ ουδ
ALG συντομογραφία: Arbeitslosengeld
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Weg-Zeit-Linie ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Verdichtersatz mit Flüssigkeitssammler
Druckventil mit elastischen Hubfängern
Spezialverdichter für Fahrzeugkühlung mit Wärmepumpen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.