στο λεξικό PONS
Kerl <-s, -e [o. -s]> [kɛrl] ΟΥΣ αρσ οικ
2. Kerl (Mensch):
Brot <-[e]s, -e> [bro:t] ΟΥΣ ουδ
1. Brot:
2. Brot:
3. Brot (Arbeit, Unterhalt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bundesrechnungshof ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Bun·des·rech·nungs·hof <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ
IBRD ΟΥΣ θηλ
IBRD συντομογραφία: International Bank for Reconstruction and Development ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
GbR ΟΥΣ θηλ
GbR συντομογραφία: Gesellschaft bürgerlichen Rechts ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Gesellschaft bürgerlichen Rechts ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
hausgebackenes Brot ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.