στο λεξικό PONS
ita·li·e·nisch [itaˈli̯e:nɪʃ] ΕΠΊΘ
1. italienisch (Italien betreffend):
2. italienisch ΓΛΩΣΣ:
Ita·li·e·nisch <-en> [itaˈli̯e:nɪʃ] ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ
1. Italienisch ΓΛΩΣΣ:
2. Italienisch (Fach):
- die französische/italienische Schweiz
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.