στο λεξικό PONS
evtl.
evtl. συντομογραφία: eventuell
I. even·tu·ell [evɛnˈtu̯ɛl] ΕΠΊΘ προσδιορ
I. kalt <kälter, kälteste> [kalt] ΕΠΊΘ
II. kalt <kälter, kälteste> [kalt] ΕΠΊΡΡ
1. kalt (mit kaltem Wasser):
2. kalt (in einem ungeheizten Raum):
5. kalt (ungerührt):
Pult <-[e]s, -e> [pʊlt] ΟΥΣ ουδ
Al·te(r) [ˈaltə, -tɐ] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
1. Alte(r) οικ:
2. Alte(r) οικ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.