στο λεξικό PONS
 
  
 Be·trieb <-[e]s, -e> [bəˈtri:p] ΟΥΣ αρσ
1. Betrieb:
2. Betrieb kein πλ (Arbeitsstelle):
4. Betrieb kein πλ ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
5. Betrieb kein πλ οικ (Betriebsamkeit):
Off·line·be·trieb, Off-line-Be·triebπαλαιότ <-[e]s> [ˈɔflain-] ΟΥΣ αρσ kein πλ Η/Υ
-  bäuerliche Betriebe
-  
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
zweistufiger Betrieb
stationärer Betrieb
einphasiger Betrieb
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 