στο λεξικό PONS
 
  
 I. tram [træm] βρετ, αυστραλ ΟΥΣ
II. tram [træm] βρετ, αυστραλ ΟΥΣ modifier
tram (accident, fare, ride, route, service, system):
ˈtram driv·er ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
 
  
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 tram lines βρετ ΔΗΜ ΣΥΓΚ
tram headway ΔΗΜ ΣΥΓΚ
tram stop island ΥΠΟΔΟΜΉ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
