στο λεξικό PONS
I. thick [θɪk] ΕΠΊΘ
1. thick (not thin):
2. thick (bushy):
3. thick after ουσ (measurement):
4. thick (not very fluid):
5. thick (dense):
6. thick (extreme):
7. thick voice:
8. thick (headache):
9. thick μειωτ αργκ (mentally slow):
10. thick βρετ οικ (plentiful):
11. thick βρετ (exaggerated):
ιδιωτισμοί:
II. thick [θɪk] ΟΥΣ no pl οικ
III. thick [θɪk] ΕΠΊΡΡ
thick (heavily):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.