στο λεξικό PONS
es·ti·mat·ed [ˈestɪmeɪtɪd, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
I. es·ti·mate ΡΉΜΑ μεταβ [ˈestɪmeɪt]
II. es·ti·mate ΟΥΣ [ˈestɪmət, αμερικ -mɪt]
I. amount [əˈmaʊnt] ΟΥΣ
1. amount (quantity):
3. amount ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. amount [əˈmaʊnt] ΡΉΜΑ αμετάβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
estimated amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
estimate ΟΥΣ CTRL
-
- Schätzgröße θηλ
estimate ΡΉΜΑ μεταβ ΛΟΓΙΣΤ
amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Geldbetrag αρσ
-
- Betragshöhe θηλ
amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
| I | estimate |
|---|---|
| you | estimate |
| he/she/it | estimates |
| we | estimate |
| you | estimate |
| they | estimate |
| I | estimated |
|---|---|
| you | estimated |
| he/she/it | estimated |
| we | estimated |
| you | estimated |
| they | estimated |
| I | have | estimated |
|---|---|---|
| you | have | estimated |
| he/she/it | has | estimated |
| we | have | estimated |
| you | have | estimated |
| they | have | estimated |
| I | had | estimated |
|---|---|---|
| you | had | estimated |
| he/she/it | had | estimated |
| we | had | estimated |
| you | had | estimated |
| they | had | estimated |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.