στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Taxkurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Taxkurs (Kurszusatz, der besagt, dass es zu keinerlei Umsatz im entsprechenden Wertpapier kam)
-
- Taxkurs (Kurszusatz, der besagt, dass es zu keinerlei Umsatz im entsprechenden Wertpapier kam)
-
-
- Taxkurs αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.