στο λεξικό PONS
Er·de <-, -n> [ˈe:ɐ̯də] ΟΥΣ θηλ
1. Erde kein πλ (Welt):
2. Erde (Erdreich):
3. Erde (Grund, Boden):
Er·be (Er·bin) <-n, -n> [ˈɛrbə, ˈɛrbɪn, πλ ˈɛrbn̩] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
vergleichbarer Wert phrase CTRL
unterstellter Wert phrase ΛΟΓΙΣΤ
Portefeuille-Wert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Dart ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Lendenschnitte auf portugiesische Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Cannelloni auf Nizzaer Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbsrücken nach Kartäuser Art ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
erwarteter Wert ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Konzept der verallgemeinerten Kosten ΑΞΙΟΛΌΓ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Über-Unterdruckschalter
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.