I. eben2 [ˈe:bn̩] ΕΠΊΡΡ
1. eben zeitlich:
2. eben (nun einmal):
3. eben (gerade noch):
II. eben2 [ˈe:bn̩] ΜΌΡ
1. eben (genau das):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.