

I. hei·mat·lich ΕΠΊΘ
1. heimatlich (zur Heimat gehörend):
2. heimatlich (an die Heimat erinnernd):
II. hei·mat·lich ΕΠΊΡΡ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.