στο λεξικό PONS
I. bes·te, bes·ter, bes·tes [ˈbɛstə, ˈbɛstɐ, ˈbɛstəs] ΕΠΊΘ υπερθ: gut
beste προσδιορ:
II. bes·te, bes·ter, bes·tes [ˈbɛstə, ˈbɛstɐ, ˈbɛstəs] ΕΠΊΡΡ
1. beste (auf Platz eins):
2. beste (Ratschlag):
Bes·te(s) [ˈbɛstə] ΟΥΣ αρσ o θηλ o ουδ
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.