στο λεξικό PONS
Preis <-es, -e> [prais] ΟΥΣ αρσ
1. Preis (Kaufpreis):
2. Preis (Gewinnprämie):
Preis-Leis·tungs-Ver·hält·nis <-ses, -se> ΟΥΣ ουδ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Underlying-Preis ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
theoretischer Preis phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
gerechneter Preis phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Settlement-Preis ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
kontrollierter Preis phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
realisierter Preis phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
gesteuerter Preis phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.