στο λεξικό PONS
I. kess, keßπαλαιότ [kɛs] ΕΠΊΘ
Keim <-[e]s, -e> [kaim] ΟΥΣ αρσ
4. Keim μτφ (Ausgangspunkt):
Kerl <-s, -e [o. -s]> [kɛrl] ΟΥΣ αρσ οικ
2. Kerl (Mensch):
Kenn·num·mer <-, -n>, Kenn-Num·mer ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anstalt des öffentlichen Rechts ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Gesellschaft des bürgerlichen Rechts ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Quantitätstheorie des Geldes phrase ΚΡΆΤΟς
Index des Statistischen Bundesamtes phrase ΚΡΆΤΟς
ESAF ΟΥΣ θηλ
ESAF συντομογραφία: Enhanced Structural Adjustment Facility ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Zwangsrückführung des Schmieröls
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.