Plun·der·ge·bäck <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Knab·ber·ge·bäck ΟΥΣ ουδ kein πλ
Dau·er·ge·schwin·dig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Plundergebäck ΟΥΣ
- Plundergebäck ουδ
-
Buttergebäck ΟΥΣ
- Buttergebäck ουδ
-
- Buttergebäck ουδ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.