στο λεξικό PONS
Rück·ge·währ <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. mit [mɪt] ΠΡΌΘ +δοτ
1. mit (unter Beigabe von):
3. mit (mittels):
4. mit (per):
5. mit (unter Aufwendung von):
7. mit zeitlich:
8. mit bei Maß-, Mengenangaben:
9. mit (einschließlich):
11. mit οικ (und dazu):
12. mit (was jdn/etw angeht):
II. mit [mɪt] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Erlebensfallversicherung mit Rückgewähr ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Rückgewähr ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Erlaubnisschein
- Erlaubnisscheininhaber
- Erlaubnisvorbehalt
- erlaubt
- erlaucht
- Erlebensfallversicherung mit Rückgewähr
- Erlebensfallversicherung ohne Rückgewähr
- Erlebnis
- Erlebnisaufsatz
- Erlebnisbereich
- Erlebnisgastronomie