στο λεξικό PONS
or [ɔ:ʳ, αμερικ ɔ:r] ΣΎΝΔ
3. or (and also not):
4. or (also called):
5. or (being non-specific or unsure):
OR1 [ˌəʊˈɑ:, αμερικ ˌoʊˈɑ:r] ΟΥΣ no pl
OR ΟΙΚΟΝ συντομογραφία: operational research
- OR
-
- OR
-
operational research
OR2 [αμερικ ˌoʊˈɑ:r] ΟΥΣ αμερικ
OR συντομογραφία: operating room
- OR
- Operationsraum αρσ
- OR
-
ˈop·er·at·ing room ΟΥΣ ΙΑΤΡ
OR3 ΟΥΣ no pl
OR συντομογραφία: Oregon
hit-or-ˈmiss ΕΠΊΘ
hit-or-miss → hit-and-miss
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
immediate-or-cancel order ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
net profit or loss ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Nettoergebnis ουδ
lower-of-cost-or-market principle ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
securities of little or no value ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
transmission of load or force ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.