στο λεξικό PONS
in·dorse [αμερικ ɪnˈdɔ:rs] ΟΥΣ αμερικ
indorse ΧΡΗΜΑΤΟΠ → endorse
endorse ΡΉΜΑ μεταβ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
en·dorse [ɪnˈdɔ:s, αμερικ enˈdɔ:rs] ΡΉΜΑ μεταβ
1. endorse ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
2. endorse usu passive βρετ (record driving offence):
3. endorse (declare approval for):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.