στο λεξικό PONS
ef·fort [ˈefət, αμερικ -ɚt] ΟΥΣ
1. effort (exertion):
2. effort (trying):
ˈwar ef·fort ΟΥΣ
comfort zone ΟΥΣ
-
- Komfortzone θηλ
determined effort ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
effort to diversify ΟΥΣ CTRL
profitability efforts ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
letter of comfort ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
comfort letter ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
comfort letter ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.