στο λεξικό PONS
Ex·po·nent(in) <-en, -en> [ɛkspoˈnɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Exponent(in)
- exponent
- Exponent(in)
-
Ex·po·nent <-en, -en> [ɛkspoˈnɛnt] ΟΥΣ αρσ ΜΑΘ
- Exponent
- exponent
- exponent (representative)
- Exponent(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
- exponent
- Exponent αρσ <-en, -en> ειδικ ορολ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.