στο λεξικό PONS
ˈlearn·ing curve ΟΥΣ
I. learn <learned [or βρετ a. learnt], learned [or βρετ a. learnt]> [lɜ:n, αμερικ lɜ:rn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. learn (acquire knowledge, skill):
II. learn <learned [or βρετ a. learnt], learned [or βρετ a. learnt]> [lɜ:n, αμερικ lɜ:rn] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. learn (master):
I. curve [kɜ:v, αμερικ kɜ:rv] ΟΥΣ
1. curve (bending line):
II. curve [kɜ:v, αμερικ kɜ:rv] ΡΉΜΑ αμετάβ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
curve ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | learn |
|---|---|
| you | learn |
| he/she/it | learns |
| we | learn |
| you | learn |
| they | learn |
| I | learned / βρετ επίσ learnt |
|---|---|
| you | learned / βρετ επίσ learnt |
| he/she/it | learned / βρετ επίσ learnt |
| we | learned / βρετ επίσ learnt |
| you | learned / βρετ επίσ learnt |
| they | learned / βρετ επίσ learnt |
| I | have | learned / βρετ επίσ learnt |
|---|---|---|
| you | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| he/she/it | has | learned / βρετ επίσ learnt |
| we | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| you | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| they | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| I | had | learned / βρετ επίσ learnt |
|---|---|---|
| you | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| he/she/it | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| we | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| you | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| they | had | learned / βρετ επίσ learnt |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.