στο λεξικό PONS
I. fi·du·ci·ary [fɪˈdju:ʃiəri, αμερικ -ˈdu:ʃieri] ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ ΟΥΣ
1. fiduciary ΝΟΜ:
2. fiduciary ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. fi·du·ci·ary [fɪˈdju:ʃiəri, αμερικ -ˈdu:ʃieri] ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. fiduciary (involving trust):
2. fiduciary απαρχ (held or given in trust):
mon·ey [ˈmʌni] ΟΥΣ no pl
1. money (cash):
2. money οικ (pay):
3. money ΧΡΗΜΑΤΟΠ (options):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fiduciary money ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fiduciary ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
fiduciary ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Treuhänder αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fidget
- fidget about
- fidget around
- fidgety
- fiducial
- fiduciary money
- fiduciary security
- fie
- fief
- fiefdom
- field