στο λεξικό PONS
com·mand·ment [kəˈmɑ:n(d)mənt, αμερικ -ˈmæn(d)-] ΟΥΣ
1. commandment ΘΡΗΣΚ (divine rule):
2. commandment λογοτεχνικό (order):
I. ten [ten] ΕΠΊΘ αμετάβλ
3. ten (time):
II. ten [ten] ΟΥΣ
1. ten (number, symbol, quantity):
2. ten:
I. eight [eɪt] ΕΠΊΘ
1. eight (number):
2. eight (age):
3. eight (time):
II. eight [eɪt] ΟΥΣ
1. eight (number, symbol):
2. eight ΑΘΛ:
3. eight:
4. eight ΤΡΆΠ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- tenacious
- tenaciously
- tenacity
- tenancy
- tenancy in common
- Ten Commandments
- tend
- tendency
- tendentious
- tendentiously
- tendentiousness