στο λεξικό PONS
Ge·bot <-[e]s, -e> [gəˈbo:t] ΟΥΣ ουδ
1. Gebot (Regel, Vorschrift):
2. Gebot ΘΡΗΣΚ (moralische Regel o Gesetz):
3. Gebot τυπικ (Erfordernis):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.