στο λεξικό PONS
nicht·öf·fent·lich ΕΠΊΘ αμετάβλ
nichtöffentlich → nicht
I. nicht [nɪçt] ΕΠΊΡΡ
1. nicht (Verneinung):
2. nicht (vor Adjektiv zur Verneinung):
- nicht leitend [o. nichtleitend] ΦΥΣ
-
- nicht linear [o. nichtlinear] ΜΑΘ
-
- nicht öffentlich [o. nichtöffentlich] προσδιορ
-
- nicht rostend [o. nichtrostend]
-
- etw nicht Zutreffendes
-
3. nicht (verneinende Aufforderung):
4. nicht (empört, verwundert):
II. nicht [nɪçt] ΜΌΡ
1. nicht (rhetorisch):
Sek·tor <-s, -en> [ˈzɛkto:ɐ̯, πλ zɛkˈto:rən] ΟΥΣ αρσ
1. Sektor (Fachgebiet):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
nichtöffentlicher Sektor phrase ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.