στο λεξικό PONS
An·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Anleihe ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Kredit):
I. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΕΠΊΘ
II. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΆΡΘ αόρ
1. ein (einzeln):
ei·ne, ei·ner, ei·nes [ˈainə] ΑΝΤΩΝ αόρ
1. eine (jemand):
2. eine οικ (man):
3. eine (ein Punkt):
ei·ner [ˈainɐ] ΑΝΤΩΝ
einer → eine(r, s)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rücknahme ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Rückleuchte
- Rücklicht
- Rücklieferung
- rücklings
- Rückmarsch
- Rücknahme einer Anleihe
- Rücknahmefrist
- Rücknahmegarantie
- Rücknahmekommission
- Rücknahmepflicht
- Rücknahmepreis