στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. asset [βρετ ˈasɛt, αμερικ ˈæsɛt] ΟΥΣ
II. assets ΟΥΣ
assets npl (private):
I. quick [βρετ kwɪk, αμερικ kwɪk] ΕΠΊΘ
II. quick [βρετ kwɪk, αμερικ kwɪk] ΕΠΊΡΡ
III. quick [βρετ kwɪk, αμερικ kwɪk] ΟΥΣ
IV. quick [βρετ kwɪk, αμερικ kwɪk]
στο λεξικό PONS
I. quick <-er, -est> [kwɪk] ΕΠΊΘ
1. quick (fast):
2. quick (short):
II. quick <-er, -est> [kwɪk] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.