στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
guilty [βρετ ˈɡɪlti, αμερικ ˈɡɪlti] ΕΠΊΘ
1. guilty ΝΟΜ:
not [βρετ nɒt, αμερικ nɑt] ΕΠΊΡΡ
1. not (negating verb):
2. not (replacing word, clause, sentence etc.):
3. not (contrasting):
4. not (to emphasize opposite):
5. not (less than):
6. not (in suggestions):
7. not (with all, every):
8. not (with a, one):
9. not:
10. not → 11
στο λεξικό PONS


guilty <-ier, -iest> [ˈgɪl·ti] ΕΠΊΘ
not [nɑ:t] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.