στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
javelin throwing [ˈdʒævlɪnˌθrəʊɪŋ] ΟΥΣ
I. throw [βρετ θrəʊ, αμερικ θroʊ] ΟΥΣ
1. throw:
II. throw <παρελθ threw, μετ παρακειμ thrown> [βρετ θrəʊ, αμερικ θroʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. throw (project):
2. throw (direct) μτφ:
3. throw (disconcert):
4. throw ΤΕΧΝΟΛ (activate):
5. throw (indulge in, succumb to) οικ:
III. throw <παρελθ threw, μετ παρακειμ thrown> [βρετ θrəʊ, αμερικ θroʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. to throw oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to throw oneself <παρελθ threw, μετ παρακειμ thrown> (onto floor, bed, chair):
javelin [βρετ ˈdʒav(ə)lɪn, αμερικ ˈdʒæv(ə)lən] ΟΥΣ
1. javelin (object):
-
- giavellotto αρσ
στο λεξικό PONS
I. throw [θroʊ] ΟΥΣ
III. throw <threw, thrown> [θroʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
javelin [ˈdʒæv·lɪn] ΟΥΣ
1. javelin (spear):
-
- giavellotto αρσ
2. javelin (competition):
| I | throw |
|---|---|
| you | throw |
| he/she/it | throws |
| we | throw |
| you | throw |
| they | throw |
| I | threw |
|---|---|
| you | threw |
| he/she/it | threw |
| we | threw |
| you | threw |
| they | threw |
| I | have | thrown |
|---|---|---|
| you | have | thrown |
| he/she/it | has | thrown |
| we | have | thrown |
| you | have | thrown |
| they | have | thrown |
| I | had | thrown |
|---|---|---|
| you | had | thrown |
| he/she/it | had | thrown |
| we | had | thrown |
| you | had | thrown |
| they | had | thrown |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- jaundice
- jaundiced
- jaunt
- jauntily
- jauntiness
- javelin throwing
- jaw
- jawbone
- jawbreaker
- jawline
- jaw on