στο λεξικό PONS
ma·tur·ity [məˌtjʊərəti, αμερικ -ˈtʃʊrət̬i] ΟΥΣ no pl
1. maturity:
2. maturity (developed form):
I. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΘ
1. early (in the day):
2. early (of a period):
3. early προσδιορ τυπικ (prompt):
4. early:
II. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΡΡ
1. early (in the day):
3. early:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
early maturity onset ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
