στο λεξικό PONS
Lot <-[e]s, -e> [lo:t] ΟΥΣ ουδ
2. Lot kein πλ ΟΙΚΟΔ (Senkrechte):
3. Lot μτφ:
lo·se [ˈlo:zə] ΕΠΊΘ
1. lose (locker, unverbunden):
2. lose (unverpackt, einzeln):
3. lose χιουμ (frech):
Loch <-[e]s, Löcher> [lɔx, πλ ˈlœçɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Loch (offene Stelle):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
MOA ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
anrechenbarer Lohn phrase ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.