στο λεξικό PONS
acht1 [axt] ΕΠΊΘ
1. acht (Zahl):
2. acht (Alter):
3. acht (Zeitangabe):
E-Lok <-, -s> [ˈe:lɔk] ΟΥΣ θηλ
E-Lok → elektrische Lokomotive
Elch ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ELS ΟΥΣ αρσ
ELS συντομογραφία: elektronischer Schalter ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
elektronischer Schalter phrase E-COMM
ELV ΟΥΣ ουδ
ELV συντομογραφία: elektronisches Lastschriftverfahren ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
elektronisches Lastschriftverfahren phrase E-COMM
Bill of Lading ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Truckway Bill ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.