elf [ɛlf] ΕΠΊΘ
-  elf
 -  
 
acht1 [axt] ΕΠΊΘ
1. acht (Zahl):
2. acht (Alter):
3. acht (Zeitangabe):
Elf2 <-en, -en> [ɛlf] ΟΥΣ αρσ, El·fe <-, -n> [ˈelfə] ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΟΤ
-  Elf
 -  elf
 
 
 -  elf
 -  Elf αρσ <-en, -en>
 
-  elf
 -  
 
-  
 -  elf
 
-  
 -  elf
 
-  
 -  elf
 
-  
 -  Elf θηλ <-, -en>
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.