στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
eating habits [ˈiːtɪŋˌhæbɪts] ΟΥΣ npl
I. habit [βρετ ˈhabɪt, αμερικ ˈhæbət] ΟΥΣ
1. habit (custom):
2. habit (addiction):
4. habit ΙΠΠΑΣ:
I. eat <παρελθ ate, μετ παρακειμ eaten> [βρετ iːt, αμερικ it] ΡΉΜΑ μεταβ
1. eat (consume) person, animal:
II. eat <παρελθ ate, μετ παρακειμ eaten> [βρετ iːt, αμερικ it] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. eat (take food):
στο λεξικό PONS
eating habits ΟΥΣ pl
habit [ˈhæ·bɪt] ΟΥΣ
1. habit (customary practice):
3. habit (addiction):
I. eat <ate, eaten> [i:t] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | habit |
|---|---|
| you | habit |
| he/she/it | habits |
| we | habit |
| you | habit |
| they | habit |
| I | habited |
|---|---|
| you | habited |
| he/she/it | habited |
| we | habited |
| you | habited |
| they | habited |
| I | have | habited |
|---|---|---|
| you | have | habited |
| he/she/it | has | habited |
| we | have | habited |
| you | have | habited |
| they | have | habited |
| I | had | habited |
|---|---|---|
| you | had | habited |
| he/she/it | had | habited |
| we | had | habited |
| you | had | habited |
| they | had | habited |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- eat away
- eat away at
- eaten
- eater
- eatery
- eating habits
- eating hall
- eating house
- eating out
- eating place
- eat into