στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. deep [βρετ diːp, αμερικ dip] ΕΠΊΘ
1. deep (vertically):
2. deep (horizontally):
3. deep (intense) μτφ:
4. deep (impenetrable):
6. deep:
7. deep (dark):
9. deep (involved, absorbed):
10. deep shot, serve:
vein [βρετ veɪn, αμερικ veɪn] ΟΥΣ
thrombosis <πλ thromboses> [βρετ θrɒmˈbəʊsɪs, αμερικ θrɑmˈboʊsəs] ΟΥΣ
-
- trombosi θηλ
στο λεξικό PONS
I. deep [di:p] ΕΠΊΘ
4. deep (extreme):
II. deep [di:p] ΕΠΊΡΡ
vein [veɪn] ΟΥΣ
thrombosis <-es> [θrɑ:m·ˈboʊ·sɪs] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- deep-sea diving
- deep-sea fisherman
- deep-sea fishing
- deep-seated
- deep-set
- deep-vein thrombosis
- Deep Web
- deer
- deerhound
- deerskin
- deerstalker