στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
motivazione [motivatˈtsjone] ΟΥΣ θηλ
1. motivazione ΨΥΧ:
2. motivazione (ragione):
3. motivazione ΓΛΩΣΣ (carattere non arbitrario):
I. profondo [proˈfondo] ΕΠΊΘ
1. profondo:
2. profondo (intenso):
3. profondo (importante):
II. profondo [proˈfondo] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
deep-seated ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.