στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
assenza [asˈsɛnza] ΟΥΣ θηλ
1. assenza (mancata presenza):
2. assenza (mancanza):
4. assenza ΝΟΜ:
- assenza
-
-
- assenza θηλ
στο λεξικό PONS
assenza [as·ˈsɛn·tsa] ΟΥΣ θηλ
1. assenza (da luogo):
- assenza
-
- assenza giustificata/ingiustificata (a scuola)
-
- i giornalisti brillavano per la loro assenza
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.