στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 deeply [βρετ ˈdiːpli, αμερικ ˈdipli] ΕΠΊΡΡ
1. deeply (intensely):
-  deeply felt, moving, involved, committed
-  
-  our most deeply held convictions
-  
2. deeply (analytically):
3. deeply breathe, sigh, sleep:
-  deeply
-  
4. deeply:
-  deeply-rooted
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 deeply ΕΠΊΡΡ
-  deeply
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
