I. fritto [ˈfritto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
fritto → friggere
II. fritto [ˈfritto] ΕΠΊΘ
III. fritto [ˈfritto] ΟΥΣ αρσ
IV. fritto [ˈfritto]
V. fritto [ˈfritto]
II. friggere [ˈfriddʒere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
1. friggere (in olio):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.